- οσπριοδόχος
- ὀσπριοδόχος, -ον (Μ)(για δοχείο) αυτός που δέχεται όσπρια («ὀσπριοδόχον ἀγγεῑον», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καρπο-δόχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀσπριοδόχον — ὀσπριοδόχος for holding masc/fem acc sg ὀσπριοδόχος for holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)